Ἦταν νύχτα, 3 Νοεμβρίου 1940. Ἡ Θεσσαλονίκη βομβαρδιζόταν ἀπό τήν Ἰταλική ἀεροπορία. Τήν νύχτα ἐκείνη, μιά νέα γυναίκα 20-21 ἐτῶν, ἡ Φωτεινή, ἔμελλε νά γεννήσει τό πρῶτο καί τελευταῖο παιδί της. Ὁ ἄνδρας της ἔλειπε. Δυό-τρεῖς μέρες πρίν, ἐπιστρατεύθηκε στό ΧV Σύνταγμα Πυροβολικοῦ.
Ντύθηκε στό χακί, πῆγε στό σπίτι -στό Τσινάρι τῆς Θεσσαλονίκης- φίλησε τήν γυναίκα του, τῆς εἶπε ὅ,τι λένε ὅλοι οἱ στρατιῶτες πού πηγαίνουν στό πόλεμο, ὅτι θά γυρίσει, καί ἐφυγε γιά τό μέτωπο. Ἕνας ἀπό τούς ἑπτακόσιες χιλιάδες περίπου Ἑλληνες πού ἐπιστρατεύθηκαν.Τήν νύχτα ἐκείνη τοῦ βομβαρδισμοῦ, ἡ ἐτοιμόγεννη γυναίκα μεταφέρθηκε ἀπό τόν ἀδελφό της στίς παρυφές τοῦ Σέιχ-Σού, καἰ ἐκεῖ, κάτω ἀπό ἕνα δένδρο, ὑπαίθρια, χωρίς γιατρό ἠ ἔστω κάποια ἐμπειρική μαμμή, γέννησε τήν κόρη της.
Λίγες μέρες ἀργότερα, στίς 28 Νοεμβρίου, ὁ ἄνδρας της νέας κοπέλλας, ὁ Γεώργιος Λ., θά ἔχανε τήν ζωή του στίς μάχες γιά τήν κατάληψη τῆς Κορυτσᾶς.
Ὁ Γεώργιος Λ., δέν εἶδε ποτέ τήν κόρη του, καί ή κόρη του, δέν εἶδε ποτέ τόν πατέρα της.
Ὁ Γεώργιος Λ., σκοτώθηκε καί τάφηκε στήν περιοχή Τσαγκόνι τῆς Κορυτσᾶς, καί ἡ μικρή Ἐλένη, -ἔτσι τήν βάφτισαν-μεγάλωσε βιώνοντας τήν ὀρφάνια.
Ἀπό τότε πού ἡ Ἐλένη κατάλαβε τόν ἐαυτὀ της, μέχρι καί σήμερα, στά 71 της χρόνια, εἶχε ἀγάπη γιά τήν ἠμέρα τοῦ ΟΧΙ. Ἠξερε, ὅτι ἠ ἡμέρα αὐτή, τῆς ἀνῆκε. Ὅτι αὐτή τήν ἡμέρα ἡ ὀρφάνια της μαλάκωνε καί γιατρευόταν, γιατί τό Ἔθνος μέ στρατιωτική παρέλαση τιμοῦσε τόν πατέρα της. Αὐτή ἡ μέρα δέν ἦταν ἴδια μέ καμμιά ἄλλη. Ἡταν ἡ μέρα τῆς οἰκογένειας της,
Τῆς χήρας μάνας, τοῦ νεκροῦ πατέρα, καί ἑνός ὀρφανοῦ κοριτσιοῦ.
Γι΄ αὐτό καί δεκαετίες ὁλόκληρες, περίμενε κάθε χρόνο τήν στρατιωτική παρέλαση, τῆς 28ης Ὀκτωβρίου.
Ὄχι τήν ὁποιαδήποτε παρέλαση. Τήν στρατιωτικἠ τῆς Θεσσαλονίκης. Βλέποντας τά στρατιωτικά τμήματα, ἔρχεται τό μυαλό της ὁ Στρατιώτης πατέρας της, πού - ἔτσι συντεταγμένα-ἀπό αὐτήν τήν πόλη ἔφυγε γιά τό μέτωπο . Ἰσως γι΄αὐτό, νά μήν ὑπάρχει ἀλλο σπίτι στήν Θεσσαλονίκη, στό ὁποῖο νά κυματίζουν δύο Γαλανόλευκες, μία σέ κάθε μπαλκόνι.
Φέτος, μέ τό ἄκουσμα τῆς ματαίωσης τῆς παρέλασης, τήν εἶδα ν΄ ἀλλάζει χρῶμα, καί μέ τρεμουλιαστή φωνή νά λέει: -Πῶς εἶναι δυνατόν;
Ἐμπρός λοιπόν, ὅλοι ἐσεῖς, δῆθεν ψευτο-δημοκρᾶτες ἀριστεροί, δῆθεν ἀγανακτισμένοι, δῆθεν πατριῶτες δεξιοί, ἐμπρός λοιπόν, πεῑστε αὐτό τό μικρό ὀρφανό κορίτσι, γιατί ἔτσι γίνεται κάθε τέτοια μέρα ἡ μάνα μου, γιά τό ἐτσιθελικό δικαίωμα σας, νά ἀκυρώσετε τό ραντεβοῦ, τόσο τό δικό της, ὅσο καί τῶν ἄλλων ὀρφανῶν παιδιῶν ἀπό τόν πόλεμο, μέ τούς ἀγαπημένους τους νεκρούς.
Θά πρέπει νά μάθετε, ὄτι τήν ἡμέρα αὐτή- ἄθλιοι, ὦ ἄθλιοι - ἔρχονται στήν στρατιωτική παρέλαση οἱ Σκοτωμένοι Στρατιῶτες τοῦ Πολέμου. Ἄλλος χωρίς πόδι, ἄλλος χωρίς χέρι, ἄλλος χωρίς στῆθος, ἀλλος χωρίς πρόσωπο.
Ἔρχονται, καί στέκονται ἐκεῖ πίσω, πού εἶναι συντεταγμένα τά τμήματα γιά τήν παρέλαση.
Τότε, μέ μιά ἀκατανόητη συμφωνία οἱ Σκοτωμένοι Στρατιῶτες τοῦ Πολέμου, δανείζονται τά κορμιά τῶν τωρινῶν στρατιωτῶν μας, καί κάτω ἀπό τούς ἦχους τοῦ, "Πάνω 'κεῖ στίς Πίνδου μας τίς κορφές..." παρελαύνουν ἄθλιοι -ναί, παρελαύνουν, - καμαρωτά μπροστά ἀπό τίς οἰκογένειες τους, πού βρίσκονται ἀνάμεσα στόν κόσμο καί τούς χειροκροτοῦν.
Τότε οἱ χῆρες βλέπουν τούς ἄνδρες τους, οἱ μανάδες τά νεκρά παιδιά τους, καί τά ὀρφανά παιδιά τούς πατεράδες τους.
Εἶναι τό μεγάλο τους ραντεβοῦ τρισάθλιοι, πού ἐσεῖς τό ἀκυρώσατε.
Αὐτή ἡ ἡμέρα, ἡ Περιώνυμη, ἡ Ἐπίσημη τοῦ Ἔθνους, ἡ Δοξαστική τῶν Νεκρῶν δέν σᾶς ἀνήκει ἀθλιοι, ἀνήκει σ΄ ἀλλους, ὄχι σέ σᾶς. Δέν σᾶς ἀνήκει γιατί τήν καταστρέψατε
Ποτέ πλέον δέν θά σᾶς ἀνήκει, καί ὁποιαδήποτε ἀναφορά σας στή μέρα αὐτή, εἶναι ἐνέργεια πού ἰσοδυναμεῖ μέ ἀσέλγεια, καί βεβήλωση Νεκρῶν. Ὄχι ὁποιονδήποτε Νεκρῶν, ἀλλά τῶν Μεγάλων Νεκρῶν τοῦ ἀσύλληπτου ἔπους τοῦ ΄40.
Ντροπή σας, ντροπή σας σιχαμένοι, πού ἐπιπλέον, ἔχοντας τό ἀπύθμενο θράσος τοῦ ἰερόσυλου,λέτε ὅτι μέ αὐτόν τόν τρόπο-τῆς ματαίωσης τῆς στρατιωτικῆς παρέλασης -τιμήθηκαν οἱ Νεκροί τοῦ '40-'41.
Ντροπή σας μιάσματα, καταφέρατε νά ξύσετε τίς πληγές τῆς παιδικῆς ὀρφάνειας σέ μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, πού ἀκόμη καί τώρα στά γηρατειά της, φέρει ἐπίσημα -τραυματικά άλλά καί περήφανα - τόν χαρακτηρισμό, "Ὀρφανή, θῦμα πολέμου ΄40-΄41".
Εἶναι ἕνα, ἀπό ἐν ζωή θύματα τοῦ πολέμου αὐτοῦ , πού περπατοῦν ἀκόμη ἀνάμεσα μας, φορέας μιᾶς πρωτογενοῦς μνήμης πόνου ἀπό πολέμο, πού ἀδυνατεῖτε ἀνεγκέφαλοι νά κατανοήσετε.
Ντύθηκε στό χακί, πῆγε στό σπίτι -στό Τσινάρι τῆς Θεσσαλονίκης- φίλησε τήν γυναίκα του, τῆς εἶπε ὅ,τι λένε ὅλοι οἱ στρατιῶτες πού πηγαίνουν στό πόλεμο, ὅτι θά γυρίσει, καί ἐφυγε γιά τό μέτωπο. Ἕνας ἀπό τούς ἑπτακόσιες χιλιάδες περίπου Ἑλληνες πού ἐπιστρατεύθηκαν.Τήν νύχτα ἐκείνη τοῦ βομβαρδισμοῦ, ἡ ἐτοιμόγεννη γυναίκα μεταφέρθηκε ἀπό τόν ἀδελφό της στίς παρυφές τοῦ Σέιχ-Σού, καἰ ἐκεῖ, κάτω ἀπό ἕνα δένδρο, ὑπαίθρια, χωρίς γιατρό ἠ ἔστω κάποια ἐμπειρική μαμμή, γέννησε τήν κόρη της.
Λίγες μέρες ἀργότερα, στίς 28 Νοεμβρίου, ὁ ἄνδρας της νέας κοπέλλας, ὁ Γεώργιος Λ., θά ἔχανε τήν ζωή του στίς μάχες γιά τήν κατάληψη τῆς Κορυτσᾶς.
Ὁ Γεώργιος Λ., δέν εἶδε ποτέ τήν κόρη του, καί ή κόρη του, δέν εἶδε ποτέ τόν πατέρα της.
Ὁ Γεώργιος Λ., σκοτώθηκε καί τάφηκε στήν περιοχή Τσαγκόνι τῆς Κορυτσᾶς, καί ἡ μικρή Ἐλένη, -ἔτσι τήν βάφτισαν-μεγάλωσε βιώνοντας τήν ὀρφάνια.
Ἀπό τότε πού ἡ Ἐλένη κατάλαβε τόν ἐαυτὀ της, μέχρι καί σήμερα, στά 71 της χρόνια, εἶχε ἀγάπη γιά τήν ἠμέρα τοῦ ΟΧΙ. Ἠξερε, ὅτι ἠ ἡμέρα αὐτή, τῆς ἀνῆκε. Ὅτι αὐτή τήν ἡμέρα ἡ ὀρφάνια της μαλάκωνε καί γιατρευόταν, γιατί τό Ἔθνος μέ στρατιωτική παρέλαση τιμοῦσε τόν πατέρα της. Αὐτή ἡ μέρα δέν ἦταν ἴδια μέ καμμιά ἄλλη. Ἡταν ἡ μέρα τῆς οἰκογένειας της,
Τῆς χήρας μάνας, τοῦ νεκροῦ πατέρα, καί ἑνός ὀρφανοῦ κοριτσιοῦ.
Γι΄ αὐτό καί δεκαετίες ὁλόκληρες, περίμενε κάθε χρόνο τήν στρατιωτική παρέλαση, τῆς 28ης Ὀκτωβρίου.
Ὄχι τήν ὁποιαδήποτε παρέλαση. Τήν στρατιωτικἠ τῆς Θεσσαλονίκης. Βλέποντας τά στρατιωτικά τμήματα, ἔρχεται τό μυαλό της ὁ Στρατιώτης πατέρας της, πού - ἔτσι συντεταγμένα-ἀπό αὐτήν τήν πόλη ἔφυγε γιά τό μέτωπο . Ἰσως γι΄αὐτό, νά μήν ὑπάρχει ἀλλο σπίτι στήν Θεσσαλονίκη, στό ὁποῖο νά κυματίζουν δύο Γαλανόλευκες, μία σέ κάθε μπαλκόνι.
Φέτος, μέ τό ἄκουσμα τῆς ματαίωσης τῆς παρέλασης, τήν εἶδα ν΄ ἀλλάζει χρῶμα, καί μέ τρεμουλιαστή φωνή νά λέει: -Πῶς εἶναι δυνατόν;
Ἐμπρός λοιπόν, ὅλοι ἐσεῖς, δῆθεν ψευτο-δημοκρᾶτες ἀριστεροί, δῆθεν ἀγανακτισμένοι, δῆθεν πατριῶτες δεξιοί, ἐμπρός λοιπόν, πεῑστε αὐτό τό μικρό ὀρφανό κορίτσι, γιατί ἔτσι γίνεται κάθε τέτοια μέρα ἡ μάνα μου, γιά τό ἐτσιθελικό δικαίωμα σας, νά ἀκυρώσετε τό ραντεβοῦ, τόσο τό δικό της, ὅσο καί τῶν ἄλλων ὀρφανῶν παιδιῶν ἀπό τόν πόλεμο, μέ τούς ἀγαπημένους τους νεκρούς.
Θά πρέπει νά μάθετε, ὄτι τήν ἡμέρα αὐτή- ἄθλιοι, ὦ ἄθλιοι - ἔρχονται στήν στρατιωτική παρέλαση οἱ Σκοτωμένοι Στρατιῶτες τοῦ Πολέμου. Ἄλλος χωρίς πόδι, ἄλλος χωρίς χέρι, ἄλλος χωρίς στῆθος, ἀλλος χωρίς πρόσωπο.
Ἔρχονται, καί στέκονται ἐκεῖ πίσω, πού εἶναι συντεταγμένα τά τμήματα γιά τήν παρέλαση.
Τότε, μέ μιά ἀκατανόητη συμφωνία οἱ Σκοτωμένοι Στρατιῶτες τοῦ Πολέμου, δανείζονται τά κορμιά τῶν τωρινῶν στρατιωτῶν μας, καί κάτω ἀπό τούς ἦχους τοῦ, "Πάνω 'κεῖ στίς Πίνδου μας τίς κορφές..." παρελαύνουν ἄθλιοι -ναί, παρελαύνουν, - καμαρωτά μπροστά ἀπό τίς οἰκογένειες τους, πού βρίσκονται ἀνάμεσα στόν κόσμο καί τούς χειροκροτοῦν.
Τότε οἱ χῆρες βλέπουν τούς ἄνδρες τους, οἱ μανάδες τά νεκρά παιδιά τους, καί τά ὀρφανά παιδιά τούς πατεράδες τους.
Εἶναι τό μεγάλο τους ραντεβοῦ τρισάθλιοι, πού ἐσεῖς τό ἀκυρώσατε.
Αὐτή ἡ ἡμέρα, ἡ Περιώνυμη, ἡ Ἐπίσημη τοῦ Ἔθνους, ἡ Δοξαστική τῶν Νεκρῶν δέν σᾶς ἀνήκει ἀθλιοι, ἀνήκει σ΄ ἀλλους, ὄχι σέ σᾶς. Δέν σᾶς ἀνήκει γιατί τήν καταστρέψατε
Ποτέ πλέον δέν θά σᾶς ἀνήκει, καί ὁποιαδήποτε ἀναφορά σας στή μέρα αὐτή, εἶναι ἐνέργεια πού ἰσοδυναμεῖ μέ ἀσέλγεια, καί βεβήλωση Νεκρῶν. Ὄχι ὁποιονδήποτε Νεκρῶν, ἀλλά τῶν Μεγάλων Νεκρῶν τοῦ ἀσύλληπτου ἔπους τοῦ ΄40.
Ντροπή σας, ντροπή σας σιχαμένοι, πού ἐπιπλέον, ἔχοντας τό ἀπύθμενο θράσος τοῦ ἰερόσυλου,λέτε ὅτι μέ αὐτόν τόν τρόπο-τῆς ματαίωσης τῆς στρατιωτικῆς παρέλασης -τιμήθηκαν οἱ Νεκροί τοῦ '40-'41.
Ντροπή σας μιάσματα, καταφέρατε νά ξύσετε τίς πληγές τῆς παιδικῆς ὀρφάνειας σέ μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, πού ἀκόμη καί τώρα στά γηρατειά της, φέρει ἐπίσημα -τραυματικά άλλά καί περήφανα - τόν χαρακτηρισμό, "Ὀρφανή, θῦμα πολέμου ΄40-΄41".
Εἶναι ἕνα, ἀπό ἐν ζωή θύματα τοῦ πολέμου αὐτοῦ , πού περπατοῦν ἀκόμη ἀνάμεσα μας, φορέας μιᾶς πρωτογενοῦς μνήμης πόνου ἀπό πολέμο, πού ἀδυνατεῖτε ἀνεγκέφαλοι νά κατανοήσετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου